Π inαρά τις ενστάσεις της Ιεραρχίας που δηλώνει αδιαπραγμάτευτη την Θεία Κοινωνία, ο κ. Μόσιαλος ερωτηθείς σχετικά επισημαίνει: «Η γνώμη μου είναι πως θα πρέπει να αποφευχθεί (σ.σ. η Θεία Κοινωνία) με τη σημερινή της μορφή, μέχρι να έχουμε ασφαλές εμβόλιο. Θα πρέπει να εξεταστεί εάν μπορεί να... γίνει με διαφορετικό και ασφαλή τρόπο. Να τονίσω εδώ πως ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ελπιδοφόρος έχει καλέσει τους πιστούς να γίνουν οι ίδιοι Κοινωνία και να γίνουν δωρητές αίματος και πλάσματος. Αυτή είναι μια έμπρακτη απόδειξη αγάπης για τον συνάνθρωπό μας» τονίζει ο καθηγητής της Πολιτικής της Υγείας του London School of Economics και σύµβουλος της κυβέρνησης για την αντιµετώπιση του Covid-19 σε συνέντευξή του στο «Εθνος της Κυριακής».
Σπεύδει να προσθέσει δε πως οι ιοί μπορεί να μεταλλάσσονται συνεχώς, αλλά οι περισσότερες τροποποιήσεις στον γενετικό τους κώδικα δεν επιφέρουν σημαντική διαφορά στη δομή τους. «Η πραγματική ανησυχία μας έγκειται στο εάν ο ιός μεταλλαχθεί τόσο ώστε το εμβόλιο να μη λειτουργεί. Οσο για το δεύτερο κύμα, μπορούμε να κάνουμε μόνο υποθέσεις για το εάν θα επανέλθει το φθινόπωρο, εφόσον η νόσος γίνει εποχική τις επόμενες εβδομάδες. Αν συμβεί όμως, θα είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι για την επόμενη φάση».
Ο κ. Μόσιαλος επισημαίνει ότι η Ελλάδα αρχικά αναχαίτισε δραστικά τη µετάδοση του ιού µε το να πάρει µέτρα περιορισµού κατ’ οίκον άµεσα και τώρα «η σταδιακή αποκλιµάκωση των µέτρων στοχεύει στην ελαχιστοποίηση του ρίσκου».
«Η πανδηµία Covid-19 είναι ένα φαινόµενο χωρίς προηγούµενο για όλους µας. Γι’ αυτό τον λόγο υπήρξε και διαφοροποίηση στην αντιµετώπιση και υστέρηση στις αντιδράσεις µεταξύ διαφορετικών χωρών. Εχω τοποθετηθεί από πολύ νωρίς δηµόσια για την αποκλιµάκωση και η θέση µου όπως πάντα βασίζεται σε µελέτες και έχει γνώµονα την ποσοτικοποίηση του ρίσκου. Η σταδιακή αποκλιµάκωση στοχεύει εκεί, να µετράµε δηλαδή στο τέλος κάθε σταδίου τις επιπτώσεις της άρσης των µέτρων και να υπολογίζουµε το ρίσκο της τακτικής που ακολουθήθηκε» επισημαίνει. Τονίζει δε ότι μια αξιόπιστη σταθερά αξιολόγησης είναι η αύξηση των εισαγωγών στα νοσοκοµεία και στις ΜΕΘ. «Μικρή αύξηση σηµαίνει προχωράµε µε εµπιστοσύνη στο µέτρο που αποσύρθηκε. Εάν είναι µεγάλη και δηµιουργεί πίεση στο σύστηµα υγείας, τότε το µέτρο που αποκλιµακώθηκε µπορεί να επανέλθει και έναντι αυτού να δοκιµαστεί κάποιο άλλο. Από την πλευρά της δηµόσιας υγείας, για να µειώσουµε το ρίσκο πρέπει να εντοπίσουµε σε ποιες πληθυσµιακές οµάδες η θνητότητα είναι πολύ υψηλή. Πρακτικά αυτό σηµαίνει ότι όσοι ανήκουν ταυτόχρονα στο ενεργό εργατικό δυναµικό και στις ευπαθείς οµάδες, ιδανικά πρέπει να συνεχίζουν να εργάζονται από το σπίτι και να προσέχουν πολύ περισσότερο. Αυτό δεν σηµαίνει πως θα είναι εγκλωβισµένοι στο σπίτι, καθώς κανένας δεν θα τους απαγορεύσει να κυκλοφορούν».
Ερωτηθείς αν με το άνοιγμα Γυμνασίων και Λυκείων τον φοβίζει η πιθανή αλυσίδα κρουσμάτων από τα παιδιά στον γονιό και στον παππού στη συνέχεια, ο κ. Μόσιαλος απαντά: «Είμαι προβληματισμένος γενικότερα με την ασυμπτωματικότητα και τη μεταδοτικότητα ως χαρακτηριστικά αυτής της νόσου. Η ποσοτικοποίηση της πρώτης θα βοηθήσει να εξαγάγουμε και επιδημιολογικά συμπεράσματα. Επιπρόσθετα, οι περισσότερες μελέτες σε ασθενείς με Covid-19 έχουν επικεντρωθεί σε άτομα που νοσηλεύτηκαν και είχαν σοβαρή συμπτωματική νόσο. Παρόμοια δεδομένα και στοχευμένες μελέτες απαιτούνται επειγόντως στους συμπτωματικούς ασθενείς που δεν έχουν νοσηλευτεί αλλά και σε όσους αποδειχθεί πως βίωσαν ασυμπτωματικά τη λοίμωξη Covid-19».
Τέλος, ως προς τα για πιθανή υπουργοποίησή του και τον αν έχει πρόταση από τον κ. Μητσοτάκη, ο καθηγητής του LSE απαντά: «Στη χώρα μας μας αρέσουν γενικώς τα σενάρια. Είμαστε από τις λίγες χώρες που γίνονται δημοσκοπήσεις δύο και τρεις εβδομάδες μετά τις εκλογές, ενώ δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα. Δεν μου έγινε πρόταση από τον πρωθυπουργό. Η συνεργασία μου με την κυβέρνηση είναι σε επιστημονικό επίπεδο, δεν έχει πολιτικές προεκτάσεις. Αυτό που είναι σημαντικό, όμως, δεν είναι οι υπουργικές θέσεις, αλλά το κατά πόσο μπορεί κανείς από τη θέση που βρίσκεται να βοηθήσει πραγματικά τη χώρα του. Οπως προσπαθούν να κάνουν πολλοί επιστήμονες αυτό το διάστημα».
Ο Ηλίας Μόσιαλος καταλήγοντας σημειώνει πως «διαθέτουμε, και στην Ελλάδα και διεθνώς, τεράστιο επιστημονικό δυναμικό, το οποίο θα πρέπει από εδώ και εμπρός να αξιοποιηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Οι επιστήμονες πρέπει να συμβάλουν στη χάραξη ενός σχεδίου μετάβασης της χώρας στον 21ο αιώνα, γιατί ενώ έχουμε ήδη κλείσει μία εικοσαετία σε αυτό τον αιώνα, σε πολλούς τομείς λειτουργούμε με προδιαγραφές και αγκυλώσεις του προηγούμενου».
Σπεύδει να προσθέσει δε πως οι ιοί μπορεί να μεταλλάσσονται συνεχώς, αλλά οι περισσότερες τροποποιήσεις στον γενετικό τους κώδικα δεν επιφέρουν σημαντική διαφορά στη δομή τους. «Η πραγματική ανησυχία μας έγκειται στο εάν ο ιός μεταλλαχθεί τόσο ώστε το εμβόλιο να μη λειτουργεί. Οσο για το δεύτερο κύμα, μπορούμε να κάνουμε μόνο υποθέσεις για το εάν θα επανέλθει το φθινόπωρο, εφόσον η νόσος γίνει εποχική τις επόμενες εβδομάδες. Αν συμβεί όμως, θα είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι για την επόμενη φάση».
Ο κ. Μόσιαλος επισημαίνει ότι η Ελλάδα αρχικά αναχαίτισε δραστικά τη µετάδοση του ιού µε το να πάρει µέτρα περιορισµού κατ’ οίκον άµεσα και τώρα «η σταδιακή αποκλιµάκωση των µέτρων στοχεύει στην ελαχιστοποίηση του ρίσκου».
«Η πανδηµία Covid-19 είναι ένα φαινόµενο χωρίς προηγούµενο για όλους µας. Γι’ αυτό τον λόγο υπήρξε και διαφοροποίηση στην αντιµετώπιση και υστέρηση στις αντιδράσεις µεταξύ διαφορετικών χωρών. Εχω τοποθετηθεί από πολύ νωρίς δηµόσια για την αποκλιµάκωση και η θέση µου όπως πάντα βασίζεται σε µελέτες και έχει γνώµονα την ποσοτικοποίηση του ρίσκου. Η σταδιακή αποκλιµάκωση στοχεύει εκεί, να µετράµε δηλαδή στο τέλος κάθε σταδίου τις επιπτώσεις της άρσης των µέτρων και να υπολογίζουµε το ρίσκο της τακτικής που ακολουθήθηκε» επισημαίνει. Τονίζει δε ότι μια αξιόπιστη σταθερά αξιολόγησης είναι η αύξηση των εισαγωγών στα νοσοκοµεία και στις ΜΕΘ. «Μικρή αύξηση σηµαίνει προχωράµε µε εµπιστοσύνη στο µέτρο που αποσύρθηκε. Εάν είναι µεγάλη και δηµιουργεί πίεση στο σύστηµα υγείας, τότε το µέτρο που αποκλιµακώθηκε µπορεί να επανέλθει και έναντι αυτού να δοκιµαστεί κάποιο άλλο. Από την πλευρά της δηµόσιας υγείας, για να µειώσουµε το ρίσκο πρέπει να εντοπίσουµε σε ποιες πληθυσµιακές οµάδες η θνητότητα είναι πολύ υψηλή. Πρακτικά αυτό σηµαίνει ότι όσοι ανήκουν ταυτόχρονα στο ενεργό εργατικό δυναµικό και στις ευπαθείς οµάδες, ιδανικά πρέπει να συνεχίζουν να εργάζονται από το σπίτι και να προσέχουν πολύ περισσότερο. Αυτό δεν σηµαίνει πως θα είναι εγκλωβισµένοι στο σπίτι, καθώς κανένας δεν θα τους απαγορεύσει να κυκλοφορούν».
Ερωτηθείς αν με το άνοιγμα Γυμνασίων και Λυκείων τον φοβίζει η πιθανή αλυσίδα κρουσμάτων από τα παιδιά στον γονιό και στον παππού στη συνέχεια, ο κ. Μόσιαλος απαντά: «Είμαι προβληματισμένος γενικότερα με την ασυμπτωματικότητα και τη μεταδοτικότητα ως χαρακτηριστικά αυτής της νόσου. Η ποσοτικοποίηση της πρώτης θα βοηθήσει να εξαγάγουμε και επιδημιολογικά συμπεράσματα. Επιπρόσθετα, οι περισσότερες μελέτες σε ασθενείς με Covid-19 έχουν επικεντρωθεί σε άτομα που νοσηλεύτηκαν και είχαν σοβαρή συμπτωματική νόσο. Παρόμοια δεδομένα και στοχευμένες μελέτες απαιτούνται επειγόντως στους συμπτωματικούς ασθενείς που δεν έχουν νοσηλευτεί αλλά και σε όσους αποδειχθεί πως βίωσαν ασυμπτωματικά τη λοίμωξη Covid-19».
Τέλος, ως προς τα για πιθανή υπουργοποίησή του και τον αν έχει πρόταση από τον κ. Μητσοτάκη, ο καθηγητής του LSE απαντά: «Στη χώρα μας μας αρέσουν γενικώς τα σενάρια. Είμαστε από τις λίγες χώρες που γίνονται δημοσκοπήσεις δύο και τρεις εβδομάδες μετά τις εκλογές, ενώ δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα. Δεν μου έγινε πρόταση από τον πρωθυπουργό. Η συνεργασία μου με την κυβέρνηση είναι σε επιστημονικό επίπεδο, δεν έχει πολιτικές προεκτάσεις. Αυτό που είναι σημαντικό, όμως, δεν είναι οι υπουργικές θέσεις, αλλά το κατά πόσο μπορεί κανείς από τη θέση που βρίσκεται να βοηθήσει πραγματικά τη χώρα του. Οπως προσπαθούν να κάνουν πολλοί επιστήμονες αυτό το διάστημα».
Ο Ηλίας Μόσιαλος καταλήγοντας σημειώνει πως «διαθέτουμε, και στην Ελλάδα και διεθνώς, τεράστιο επιστημονικό δυναμικό, το οποίο θα πρέπει από εδώ και εμπρός να αξιοποιηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Οι επιστήμονες πρέπει να συμβάλουν στη χάραξη ενός σχεδίου μετάβασης της χώρας στον 21ο αιώνα, γιατί ενώ έχουμε ήδη κλείσει μία εικοσαετία σε αυτό τον αιώνα, σε πολλούς τομείς λειτουργούμε με προδιαγραφές και αγκυλώσεις του προηγούμενου».
Πηγή: ekklisiaonline.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου