Δέκα χρόνια μετά, υλικό από κάμερες, μαρτυρίες αυτοπτών και πληροφορίες από τα Εξάρχεια δείχνουν τον δρόμο στις διωκτικές αρχές για την εξιχνίαση - Ο ρόλος της μυστηριώδους γυναίκας που φώναζε «κάψτε τους!» και δεν έχει ακόμη ταυτοποιηθεί..
Μια ομάδα επτά ατόμων έχουν λοκάρει οι αναλυτές της Κρατικής Ασφάλειας ως βασικούς ύποπτους για το έγκλημα της Marfin. Ο φάκελος της υπόθεσης άνοιξε πριν από τρεις μήνες με εντολή του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και πλέον οι έρευνες έχουν αποκτήσει ονοματεπώνυμο προκειμένου μετά από δέκα χρόνια να εξιχνιαστεί η δολοφονική επίθεση στο υποκατάστημα της οδού Σταδίου και να οδηγηθούν στη Δικαιοσύνη οι υπεύθυνοι. Πλέον, είναι επιτακτική ανάγκη να φωτιστεί το μυστήριο της Marfin. Μάλιστα, σύμφωνα με απόλυτα έγκυρες πληροφορίες, το χρονοδιάγραμμα των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ. λέει πως αν όλα πάνε καλά, πολύ σύντομα θα έχουμε ραγδαίες εξελίξεις.
Η ειδική ομάδα που συστάθηκε και δίνει καθημερινή αναφορά στον πολιτικό προϊστάμενο της Αστυνομίας φέρεται να έχει πλήρη εικόνα για το πώς έγινε η επίθεση. Η ομάδα των επτά αποτελούσε τον πυρήνα ενός ευρύτερου σχηματισμού 23 ατόμων που είχε παρεισφρήσει στην πορεία διαμαρτυρίας για το πρώτο μνημόνιο και κινούνταν γύρω από το μπλοκ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στα σακίδιά τους είχαν μολότοφ ειδικής κατασκευής και εκείνη την ημέρα έκαψαν εκτός από τη Marfin και το βιβλιοπωλείο «Ιανός», τα γραφεία της Νομαρχίας στη λεωφόρο Συγγρού και μια ΔΟΥ στο κέντρο της Αθήνας. Οι αστυνομικοί κατάφεραν να τους ταυτοποιήσουν σχεδόν όλους (στην ομάδα υπάρχει και μια γυναίκα η οποία δεν έχει ακόμη ταυτοποιηθεί), ενώ η έρευνα είναι στο τελικό στάδιο προκειμένου να βρεθούν τα ενοχοποιητικά στοιχεία και να σχηματιστεί δικογραφία.
Η ειδική ομάδα
Στα τέλη Ιανουαρίου, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης ζήτησε από τους επιτελείς της ΕΛ.ΑΣ. να ανοίξει και πάλι ο φάκελος της Marfin προκειμένου να εντοπιστούν ανεκμετάλλευτα στοιχεία για να εξιχνιαστεί το στοιχειωμένο έγκλημα της οδού Σταδίου. Το εγχείρημα είναι ιδιαίτερα δύσκολο δέκα χρόνια μετά την τέλεση του εγκλήματος, όμως, όπως λένε χαρακτηριστικά οι αξιωματικοί, υπάρχει πλήθος στοιχείων που, αν αξιοποιηθούν, θα λύσουν τον γρίφο. Αλλωστε η επίθεση με βόμβες μολότοφ έγινε μπροστά στα μάτια εκατοντάδων διαδηλωτών, με κάμερες και φωτογραφικούς φακούς να την έχουν αποτυπώσει. Η ειδική ομάδα απαρτίζεται από αξιωματικούς της Κρατικής Ασφάλειας, όμως δεν αποκλείεται στο παιχνίδι να μπουν και άλλες υπηρεσίες - αν κριθεί απαραίτητο.
Οι έρευνες της Αστυνομίας για τον εντοπισμό της ομάδας των κουκουλοφόρων που έσπειραν τον θάνατο σε αθώους εργαζόμενους κινούνται σε τρία επίπεδα. Σε πρώτη φάση έχουν μαζέψει και αναλύσει όλο το υλικό που έχουν καταγράψει οι κάμερες όχι μόνο της συγκεκριμένης τράπεζας αλλά και διπλανών καταστημάτων, ακόμα και αυτές τηε διαχείρισης κυκλοφορίας. Οι πληροφορίες λένε ότι η ομάδα των επτά, στην οποία συμμετείχε και μια νεαρή αδύνατη γυναίκα, με έναν άνδρα συντονιστή, ξεκίνησε από την Πατησίων σπάζοντας και καταστρέφοντας, όμως το γεγονός ότι φόραγαν κουκούλες, κράνη και γάντια στα χέρια δεν επιτρέπει στις Αρχές να έχουν συγκεκριμένα στοιχεία στη διάθεσή τους. Σε δεύτερο επίπεδο, επανεξετάζονται πληροφορίες και καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων που είδαν όλο το σκηνικό και είναι σε θέση να δώσουν λεπτομέρειες που θα οδηγήσουν στη λύση του μυστηρίου. Τέλος, προσπαθούν μέσω πηγών και επαναλειτουργίας δικτύου πληροφοριών στον χώρο των αντεξουσιαστών και της πλατείας Εξαρχείων να μαζέψουν στοιχεία για την ομάδα των κουκουλοφόρων που το μεσημέρι της 5ης Μαΐου 2010 ξεχύθηκαν στους δρόμους αποφασισμένοι να σπάσουν, να κάψουν και να σκοτώσουν αθώους ανθρώπους.
Η πορεία των διαδηλωτών ήταν σε εξέλιξη την ώρα που τα γραφεία της Marfin στη Σταδίου είχαν παραδοθεί στις φλόγες
Το εγχείρημα της ειδικής ομάδας της ΕΛ.ΑΣ. δείχνει αυτή την ώρα να κινείται στον σωστό δρόμο. Πρώτο μέλημα των αξιωματικών της Ασφάλειας είναι ο εντοπισμός μιας γυναίκας που ακούγεται να φωνάζει λυσσασμένα στους κουκουλοφόρους «κάψτε τους, κάψτε τους!», καθώς οι υπόλοιποι έχουν ταυτοποιηθεί. Παράλληλα, αναζητούν τα άτομα που αποτελούσαν τον δεύτερο κύκλο της ομάδας των επτά, καθώς φέρεται ότι οι συγκεκριμένοι ξεπήδησαν από ένα μπλοκ 23 ατόμων, αποτελώντας στην ουσία την αιχμή του δόρατος.
Το υλικό από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του υποκαταστήματος της Marfin έδειξε στους αναλυτές πώς ακριβώς έγιναν τα γεγονότα, προσφέροντας πολύτιμα στοιχεία στο κυνήγι των αδίστακτων δραστών. Συνολικά, στο διώροφο νεοκλασικό κτίριο της οδού Σταδίου υπήρχαν έξι κάμερες, οι οποίες όμως κατέγραφαν μόνο το εσωτερικό του καταστήματος αφού, σύμφωνα με την Εφορεία Αρχαιοτήτων, λόγω της αρχιτεκτονικής του κτιρίου δεν επιτρεπόταν η τοποθέτηση καμερών στο εξωτερικό. Παράλληλα, οι αστυνομικοί έψαξαν, είδαν και αποκωδικοποίησαν μεγάλο μέρος φωτογραφικού υλικού και βίντεο όχι μόνο έξω από τη Marfin και τον «Ιανό», αλλά έχουν καρέ-καρέ όλη τη «διαδρομή της φωτιάς» που ακολούθησαν οι δράστες. Φυσικά, όλο αυτό το πολύτιμο υλικό που δείχνει συγκεκριμένα πρόσωπα και ενέργειες αντιπαραβάλλεται με καταθέσεις μαρτύρων έτσι ώστε όχι μόνο να ταυτοποιηθούν, αλλά να δεθούν με αποδείξεις και να τυλιχτούν σε μια κόλλα χαρτί οι ένοχοι.
Πως χτύπησαν
Οι profilers της ειδικής ομάδας της Κρατικής Ασφάλειας, προκειμένου να ταυτοποιήσουν τους επτά αλλά και να συγκεντρώσουν στοιχεία για να δέσουν την υπόθεση, συνέθεσαν το προφίλ τους. Ετσι, είναι σε θέση να γνωρίζουν τόσο ποια ήταν η πορεία τους πριν από την 5η Μαΐου του 2010 και η μετέπειτα δράση τους όσο και -το κυριότερο- πού βρίσκονται σήμερα. Οπως προέκυψε, δέκα χρόνια μετά, τα άτομα αυτά εξακολουθούν να κινούνται στον «χώρο» και να επιδεικνύουν έντονη δραστηριότητα, έχοντας την πεποίθηση ότι τα χρόνια πέρασαν και έχουν πλέον ξεγλιστρήσει από την υπόθεση της Marfin. Εκτός από τη νεαρή κοπέλα που ακόμη δεν έχει ταυτοποιηθεί και εκτιμούν πως είναι μία από τις τρεις ύποπτες στις οποίες έχουν επικεντρωθεί, οι υπόλοιποι έξι είναι άνδρες, παλιοί γνώριμοι των Αρχών που έχουν περάσει πολλές φορές από τα γραφεία της Κρατικής Ασφάλειας και έχουν λάβει μέρος σε επεισόδια και πορείες. Δεν πρόκειται δηλαδή για «καθαρά» πρόσωπα, όπως αρχικά εκτιμούσαν οι Αρχές, αλλά για άτομα με χοντρό φάκελο που δεν τους ενδιέφερε ιδιαίτερα αν θα συλλαμβάνονταν για ακόμη μία φορά από την Ασφάλεια.
Εκείνη την ημέρα, δηλαδή το μεσημέρι της 5ης Μαΐου του 2010, όπως λένε οι αστυνομικοί, πήγαν στην πορεία για να κάψουν και να σπάσουν. Αποτελούσαν τον επιχειρησιακό βραχίονα της ομάδας των 23, οι οποίοι είχαν πιο πολύ ρόλο επικουρικό και κάλυψης στους συγκεκριμένους. Οι αναλυτές της ΕΛ.ΑΣ. καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν είχαν σχεδιάσει εξαρχής να επιτεθούν στο κατάστημα της οδού Σταδίου. Απλώς αυτό προέκυψε - και οι συνέπειες ήταν ολέθριες...
Ετσι, ξεκινώντας από την Πατησίων, πέρασαν από τα Χαυτεία και ανέβηκαν τη Σταδίου. Φτάνοντας στο βιβλιοπωλείο του «Ιανού» και στη Marfin και βλέποντας πως μέσα υπήρχε κόσμος, αποσύρονται, κάνουν μια μίνι σύσκεψη και αποφασίζουν να επιτεθούν. Και είναι ανελέητοι... Αφού σπάνε με μια βαριοπούλα τις προσόψεις και ενώ γνωρίζουν ότι μέσα υπάρχουν υπάλληλοι, δεν διστάζουν να πετάξουν ενισχυμένες βόμβες μολότοφ και να τους κάψουν ζωντανούς.
Στη συνέχεια, φεύγουν συντεταγμένα από τη Σταδίου, ανεβαίνουν προς το Σύνταγμα, όπου καίνε μια εφορία, για να καταλήξουν στη λεωφόρο Συγγρού, έξω από τα γραφεία της τότε Νομαρχίας και νυν Περιφέρειας. Αφού πετούν κι εκεί μολότοφ, επιχειρώντας να την κάψουν και αυτή, στη συνέχεια διαλύονται προς διαφορετικά σημεία και εξαφανίζονται επιστρέφοντας -πιθανότατα- στα Εξάρχεια. Οι αστυνομικοί της ειδικής ομάδας της Κρατικής Ασφάλειας που χειρίζονται την υπόθεση καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη ομάδα των επτά αντεξουσιαστών δεν είχε σχεδιάσει από την αρχή να επιτεθεί στη Marfin και στον «Ιανό». Ομως όταν άρχισε να ρίχνει τις μολότοφ, γνώριζε ότι μέσα ήταν εργαζόμενοι και δεν πτοήθηκε, αλλά συνέχισε να ρίχνει, αδιαφορώντας αν οι άνθρωποι αυτοί διέτρεχαν θανάσιμο κίνδυνο.
Στη μνημη των νεκρών της Marfin, μετά και το δημόσιο προσκλητήριο του Κυριάκου Μητσοτάκη προς τους πολιτικούς αρχηγούς, το περασμένο Σάββατο, έγινε η τελετή των αποκαλυπτηρίων ειδικής πλακέτας στο κτίριο της Σταδίου, παρουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας Αικατερίνης Σακελλαροπούλου. Στην πρόσκληση του πρωθυπουργού απάντησαν θετικά το ΚΙΝ.ΑΛ. και Ελληνική Λύση, ενώ κατάθεση στεφάνου κατά μόνας έκαναν ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ.
Οι κουκουλοφόροι τους έκαψαν σε 13''
Η ιστορία ενός εγκλήματος χωρίς τιμωρία - Το σχέδιο των δραστών που με το πρόσχημα της αντιμνημονιακής διαμαρτυρίας έστησαν σκηνικό θανάτου - Οι στιγμές της φρίκης και η μάταιη προσπάθεια των υπαλλήλων να σωθούν την ώρα που οι αντεξουσιαστές ούρλιαζαν: «Να καείτε!»
- Τι κατέθεσαν οι επιζώντες και γιατί η πρώτη απόπειρα απονομής δικαιοσύνης έπεσε στο κενό
Το «έγκλημα της Marfin» στοιχειώνει το πολιτικό σύστημα, αποτελεί τη μαύρη τρύπα των αρχών ασφαλείας και σιγοτρώει σαν σαράκι τις ζωές των θυμάτων που σώθηκαν και των οικογενειών που θρηνούν τους δικούς τους ανθρώπους. Δέκα χρόνια μετά το χτύπημα που στιγμάτισε τη μνημονιακή Ελλάδα, με τρεις νεκρούς και 21 τραυματίες, παραμένει «αγνώστων δραστών».
Οι φυσικοί αυτουργοί δεν εντοπίστηκαν -οι δύο που κατηγορήθηκαν αθωώθηκαν-, όλα παραμένουν ίδια, σαν να μην πέρασε μια μέρα, και το μόνο που άλλαξε δραματικά είναι οι ζωές των τραυματιών του φλεγόμενου κτιρίου της οδού Σταδίου που μεταμορφώθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη σε Κόλαση του Δάντη. Οι περισσότεροι έκλεισαν για πάντα την πόρτα πίσω τους χωρίς να θέλουν να μιλούν για την τραγωδία και τις συνέπειές της. Αλλαξαν ζωές, επαγγέλματα, κάποιοι άλλαξαν και τόπο κατοικίας και κανένας τους δεν θέλει να ξανακούσει για την πονεμένη αυτή ιστορία. Ακόμη και το πολύκροτο θέμα των αποζημιώσεων που κλήθηκε να καταβάλει η τράπεζα στα θύματα δεν έχει ξεκαθαρίσει, αφού η απόφαση του Εφετείου να δοθούν αποζημιώσεις από 25.000 έως 350.000 ευρώ κρίθηκε από τον Αρειο Πάγο -πριν από έναν χρόνο- υπερβολική και αναιρέθηκε.
Τελικά, τι συνέβη εκείνο το ανοιξιάτικο μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας; Πώς μια πορεία απεργών για το πρώτο μνημόνιο κατέληξε σε ανείπωτη τραγωδία; Το απίστευτο είναι ότι όλα έγιναν μπροστά στα μάτια εκατοντάδων πολιτών, καταγράφηκαν από κάμερες και φωτογράφους και μοιάζει τουλάχιστον παράλογο πώς το έγκλημα παραμένει ακόμη ανεξιχνίαστο. Πλέον, όμως, είναι επιτακτική ανάγκη να λυθεί το μυστήριο. Ποιοι ήταν οι κουκουλοφόροι που πέταξαν τις μολότοφ και έκαψαν ζωντανούς ανθρώπους, ποια τα κίνητρά τους και γιατί δεν έγινε σωστή έρευνα προκειμένου να εντοπιστούν οι υπεύθυνοι και να οδηγηθούν στη Δικαιοσύνη;
Η μοιραία μέρα
Ηταν μεσημέρι της 5ης Μαΐου του 2010. Η Αθήνα είχε κατακλυστεί από χιλιάδες διαδηλωτές κατά του πρώτου μνημονίου και η χώρα είχε παραλύσει από τη μεγάλη γενική απεργία. Στην πρωτεύουσα δεν λειτουργούσε τίποτα και όλα κυλούσαν σε ρυθμούς διαδήλωσης. Τα πρώτα στοιχεία για την ανείπωτη τραγωδία στο υποκατάστημα της Marfin στην οδό Σταδίου ήρθαν από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, αφού τα ελληνικά συμμετείχαν στην απεργία. Τρεις άνθρωποι, υπάλληλοι της τράπεζας, κάηκαν ζωντανοί όταν ομάδα κουκουλοφόρων (σύμφωνα με το βούλευμα με το οποίο παραπέμφθηκαν σε δίκη οι δύο βασικοί κατηγορούμενοι) πέταξε μολότοφ με προφανή στόχο. Πρόκειται για την Αγγελική Παπαθανασοπούλου, 32 ετών (έγκυος στο πρώτο της παιδί), την Παρασκευή Ζούλια, 35 ετών, και τον Επαμεινώνδα Τσακάλη, 36 ετών.
Η επίθεση ήταν συντονισμένη και κράτησε μόλις 13 δευτερόλεπτα. Σύμφωνα με την Αστυνομία, ήταν 8 λεπτά μετά τις 14.00 και η μεγάλη πορεία χιλιάδων πολιτών στο κέντρο της Αθήνας βρισκόταν σε εξέλιξη. Εκείνη την ώρα μπροστά από την τράπεζα περνούσε το μπλοκ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όταν ξαφνικά μια μικρή ομάδα κουκουλοφόρων βγήκε μέσα από την πορεία, πλησίασε το κτίριο της τράπεζας και οι μολότοφ άρχισαν να πέφτουν βροχή. Οι επτά υπάλληλοι, τρομοκρατημένοι, προσπαθούσαν να πάρουν αναπνοή και να βρουν τη δύναμη να σωθούν, όμως τρεις από αυτούς βρήκαν τελικά τραγικό θάνατο. Το υλικό από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης που διέθετε το υποκατάστημα της Marfin κατέγραψε ό,τι συνέβη στο εσωτερικό στα κρίσιμα λεπτά. Ενα ντοκουμέντο που αποδεικνύει ότι την ώρα της επίθεσης βρίσκονταν τουλάχιστον τρεις υπάλληλοι στο ισόγειο, τους οποίους οι κουκουλοφόροι έβλεπαν, αλλά παρ’ όλα αυτά τους επιτέθηκαν με καταιγισμό μολότοφ για να τους κάψουν ζωντανούς. Μια γυναίκα, όπως φαίνεται καθαρά από τη μια κάμερα, αρπάζει έναν πυροσβεστήρα στην προσπάθειά της να σβήσει τις φλόγες, όμως δεν τα καταφέρνει... Η πυρκαγιά παίρνει γιγαντιαίες διαστάσεις και οι πυκνοί μαύροι καπνοί πνίγουν το κτίριο. Το πιο συγκλονιστικό είναι το πλάνο που δείχνει έντρομο έναν υπάλληλο πίσω από το γκισέ την ώρα της επίθεσης να κοιτάζει τους κουκουλοφόρους να σπάνε και να καίνε χωρίς ουσιαστικά να μπορεί να αντιδράσει ή να τους αποτρέψει να κάνουν το κακό Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της δικογραφίας, στις 14.07’.50’’ οι κουκουλοφόροι αρχίζουν να σπάνε με βαριοπούλες την τζαμαρία του καταστήματος. Εκείνη την ώρα στο ισόγειο υπήρχαν τρεις υπάλληλοι, ανάμεσά τους και ο άτυχος διευθυντής, οι οποίοι παρακολουθούσαν ανήμποροι το σκηνικό του τρόμου. Οι δράστες τούς βλέπουν. Αντί όμως να σταματήσουν, βγάζουν τις μολότοφ που κρύβουν στα σακίδιά τους, ανάβουν τα στουπιά και τις εκτοξεύουν στο εσωτερικό. Σύμφωνα με το επίσημο υλικό, η πρώτη μολότοφ σκάει στο εσωτερικό της τράπεζας στις 14.08’.00’’. Οι επιθέσεις με τις μολότοφ εκδηλώθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα στο βιβλιοπωλείο «Ιανός» και την τράπεζα. Κανείς δεν ξέρει γιατί οι δράστες επέλεξαν αυτούς τους δύο στόχους, από τη στιγμή μάλιστα που μέσα υπήρχαν πολλοί εργαζόμενοι. Οι επτά υπάλληλοι που είχαν παγιδευτεί στη Marfin προσπαθούσαν να σωθούν από το μπαλκόνι. Από τις μετέπειτα αφηγήσεις και μαρτυρίες κατά τη διεξαγωγή της δίκης, ήρθαν στο φως τραγικές και συγκλονιστικές πτυχές από το δράμα των ανθρώπων που εγκλωβίστηκαν στην τράπεζα. Σε τηλεφωνικές επικοινωνίες με οικείους τους ανέφεραν ότι πνίγονταν από τον καπνό, ενώ η μοναδική έξοδος ήταν κλειστή. Υπάλληλοι που διασώθηκαν αφηγήθηκαν τις στιγμές πανικού και ότι ο μοναδικός τρόπος διαφυγής ήταν να πηδήξουν από το μπαλκόνι κι ενώ οι κουκουλοφόροι απέξω ούρλιαζαν: «Να καείτε!». Ωστόσο, δέκα χρόνια μετά παραμένουν ασύλληπτοι
Τα δικαστήρια
Η Αστυνομία τότε πραγματοποίησε μεγάλη έρευνα. Οι φωτογραφίες, τα βίντεο και οι μαρτυρίες είχαν ως αποτέλεσμα να σχηματιστεί μια ογκώδης δικογραφία και να καθίσουν στο εδώλιο με βαρύτατες κατηγορίες δύο άτομα. Η δίκη ξεκίνησε πριν από πέντε χρόνια μετά από αναβολές και κράτησε πολλούς μήνες. Από την αίθουσα του δικαστηρίου πέρασαν δεκάδες μάρτυρες, ανάμεσά τους και όσοι επέζησαν από την επίθεση. Συγκλονιστική ήταν η κατάθεση που έδωσε ο υπάλληλος της Marfin Δημήτρης Παπατζής. Ο μάρτυρας περιέγραψε στο δικαστήριο όλο το σκηνικό: «Μας είχαν στο στόχαστρο, φωνάζανε. Είδα ότι έχει σπάσει το τζάμι του ισογείου και ότι κάποια άτομα έριχναν εύφλεκτο υλικό. Πήρα πυροσβεστήρα, αλλά δεν τα κατάφερα. Ετσι, ανεβήκαμε πάνω, στον δεύτερο όροφο. Η φωτιά άρχισε σιγά-σιγά να ανεβαίνει. Ημουν εγκλωβισμένος στο μπαλκόνι, δεν ήξερα αν πρέπει να πηδήξω ή να καώ. Πετούσαν πέτρες. Τα άτομα αυτά παρεισέφρησαν στην πορεία. Τους βλέπαμε να σπάνε τον “Ιανό”. Δεν ήταν οι διαδηλωτές που ήρθαν να διαδηλώσουν για το μνημόνιο. Είχαν μπει μέσα στην πορεία. Είχαν καλύψει τα πρόσωπά τους. Γύρω στις 14.00 ακούσαμε το σπάσιμο της τζαμαρίας. Εν τέλει πήδηξα από το μπαλκόνι. Οσο ήμουν στο μπαλκόνι δεν είδα κάποια κίνηση αλληλεγγύης προς εμάς. Υπήρχε μόνο ένας άνθρωπος που φώναζε: “Μέσα καίγονται, ρε παιδιά”». H κυρία Παναγιώτα Βασιλάκου, επίσης υπάλληλος της τράπεζας, κατέθεσε ότι είδε κάποιον που «φορούσε χακί και κρατούσε κάτι σαν μπουκάλα καταδύσεων που μπροστά είχε πράσινο λάστιχο ποτίσματος». Η υπάλληλος ανέφερε ότι είχε «την αίσθηση πως ο άνθρωπος αυτός πετούσε κάτι στη φωτιά που φούντωνε».
Οπως είπε, «ήταν γεροδεμένος με έντονη τριχοφυΐα στα χέρια», ενώ «το πλήθος ήταν άγριο, πετούσε πέτρες, παρόλο που φωνάζαμε ότι καιγόμαστε». Το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας τελικά αθώωσε τους δύο κατηγορουμένους, αφού κανείς από τους μάρτυρες δεν τους αναγνώρισε, ενώ και οι ίδιοι αρνήθηκαν όλες τις κατηγορίες. Λίγα χρόνια πριν, το 2013, καταδικάστηκαν σε πρώτο βαθμό τρεις υπάλληλοι της τράπεζας γιατί, όπως έλεγε η απόφαση, «μπορούσαν να αποτρέψουν το αποτέλεσμα, αλλά δεν έλαβαν κανένα κανένα μέτρο πυροπροστασίας και δεν εκκένωσαν το κτίριο».
Οι αποζημιώσεις
Με πρωτοβουλία του πρωθυπουργού, δέκα χρόνια μετά την τραγωδία, το Δημόσιο παραιτείται από τα ένδικα μέσα και ανοίγει ο δρόμος για να αποζημιωθούν οι οικογένειες. Αυτό σημαίνει ότι οι συγγενείς των θυμάτων θα μπορούν να εισπράξουν το ποσό της αποζημίωσης που επιδικάστηκε από το Εφετείο και ανέρχεται σε 2,24 εκατ. ευρώ, καθώς η δικαστική διαδικασία θα λήξει εδώ. Τα θύματα και οι συγγενείς είχαν δικαιωθεί από το Μονοµελές Εφετείο της Αθήνας, το οποίο µε την υπ’ αριθμόν 5115/2015 απόφασή του υποχρέωνε την τράπεζα να καταβάλει αποζημίωση για βλάβη που υπέστησαν στο κτίριο της οδού Σταδίου, μια απόφαση η οποία ουσιαστικά έδινε το πράσινο φως για την καταβολή αποζημιώσεων ύψους 25.000-350.000 ευρώ που διεκδικούσαν τα θύματα. Ωστόσο, σε αντιστρόφως ανάλογο μήκος κύματος είχε κινηθεί ο Αρειος Πάγος μπλοκάροντας ουσιαστικά την απόφαση, καθώς απεφάνθη ότι «υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας κατά τον προσδιορισµό του ποσού, το οποίο είναι εύλογο στη συγκεκριμένη περίπτωση ως χρηµατική ικανοποίηση, τόσο για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης ενός εκάστου εκ των εναγόντων µελών της οικογένειας της θανούσας σε εργατικό ατύχηµα Αγγελικής Παπαθανασοπούλου όσο και για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ενός εκάστου των λοιπών εναγόντων». Μάλιστα, αν και στο σκεπτικό των δικαστών του Αρείου Πάγου έγινε αναφορά σε τραγικές και απρόβλεπτες συνθήκες θανάτου και τραυµατισµού, αλλά και σε παράλογη τροµοκρατική ενέργεια χωρίς καµία αφορµή, οι παραπάνω συνθήκες, όπως υπογραμμίζουν, «δεν κρίνονται περισσότερο έντονες σε σχέση µε εκείνες υπό τις οποίες επέρχεται ο θάνατος ή ο τραυµατισµός άλλων προσώπων σε ατυχήµατα που συµβαίνουν στην καθηµερινή πραγµατικότητα, µε τρόπο εξίσου αιφνίδιο και αποτρόπαιο», ενώ σε ό,τι αφορά την τρομοκρατική ενέργεια «προκαλεί αγανάκτηση στον µέσο κοινωνικό άνθρωπο µια τυφλή και παράλογη τροµοκρατική ενέργεια που πλήττει σε ώρα εργασίας απλούς εργαζοµένους, οι οποίοι δεν έχουν δώσει ουδεµία αφορµή στους δράστες της ενέργειας (πλην, ενδεχοµένως, του ότι εργάζονταν σε ηµέρα γενικής απεργίας), δεν µπορεί να δικαιολογήσει την εις ύψος εκτίναξη του ποσού της χρηµατικής ικανοποίησης, την οποία καλείται να πληρώσει ο εργοδότης ή οι προστηθέντες και όχι οι άγνωστοι τροµοκράτες. Και τούτο ακόµη περισσότερο στην περίπτωση κατά την οποία η αµέλεια, που αποδίδεται στον εργοδότη ή στους προστηθέντες από αυτόν, µόνο κατά ένα µικρό µέρος συνδέεται µε το αποτέλεσµα, διότι την υπερακοντίζει ο δόλος της τροµοκρατικής ενέργειας».
Οπως είχε αναφέρει σε συνεντεύξεις του ο πατέρας της άτυχης Αγγελικής, Χάρης Παπαθανασοπούλος: «Η απόφαση του πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου προηγήθηκε της εκδόσεως των αποφάσεων του ποινικού τμήματος. Από την απόφαση του ποινικού τμήματος είμαστε ικανοποιημένοι γιατί ανέτρεψε το σκεπτικό της απόφασης του πολιτικού τμήματος. Ο,τι συνέβη σε εμάς είναι ένα τραγικό γεγονός του καθημερινού βίου; Είναι μια αιτιολόγηση απαράδεκτη, ανεπίτρεπτη, λανθασμένη για οποιοδήποτε τραγικό συμβάν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στέλνει συλλυπητήριο τηλεγράφημα, και θα έρθει να μας πει ο πρόεδρος του πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου ότι ήταν ένα συνηθισμένο τραγικό γεγονός του καθημερινού βίου; Οι τρομοκράτες, οι διαδηλωτές σπάσανε τη γυάλινη προθήκη του καταστήματος και πέταξαν μέσα βόμβες μολότοφ με πετρέλαιο και έγινε ό,τι έγινε. Οι προθήκες της πρόσοψης είχαν σπάσει κατ’ επανάληψη από τους τρομοκράτες. Η τράπεζα αδιαφόρησε. Δεν έλαβε κανένα μέτρο προστασίας».
anatakti
Μια ομάδα επτά ατόμων έχουν λοκάρει οι αναλυτές της Κρατικής Ασφάλειας ως βασικούς ύποπτους για το έγκλημα της Marfin. Ο φάκελος της υπόθεσης άνοιξε πριν από τρεις μήνες με εντολή του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και πλέον οι έρευνες έχουν αποκτήσει ονοματεπώνυμο προκειμένου μετά από δέκα χρόνια να εξιχνιαστεί η δολοφονική επίθεση στο υποκατάστημα της οδού Σταδίου και να οδηγηθούν στη Δικαιοσύνη οι υπεύθυνοι. Πλέον, είναι επιτακτική ανάγκη να φωτιστεί το μυστήριο της Marfin. Μάλιστα, σύμφωνα με απόλυτα έγκυρες πληροφορίες, το χρονοδιάγραμμα των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ. λέει πως αν όλα πάνε καλά, πολύ σύντομα θα έχουμε ραγδαίες εξελίξεις.
Η ειδική ομάδα που συστάθηκε και δίνει καθημερινή αναφορά στον πολιτικό προϊστάμενο της Αστυνομίας φέρεται να έχει πλήρη εικόνα για το πώς έγινε η επίθεση. Η ομάδα των επτά αποτελούσε τον πυρήνα ενός ευρύτερου σχηματισμού 23 ατόμων που είχε παρεισφρήσει στην πορεία διαμαρτυρίας για το πρώτο μνημόνιο και κινούνταν γύρω από το μπλοκ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στα σακίδιά τους είχαν μολότοφ ειδικής κατασκευής και εκείνη την ημέρα έκαψαν εκτός από τη Marfin και το βιβλιοπωλείο «Ιανός», τα γραφεία της Νομαρχίας στη λεωφόρο Συγγρού και μια ΔΟΥ στο κέντρο της Αθήνας. Οι αστυνομικοί κατάφεραν να τους ταυτοποιήσουν σχεδόν όλους (στην ομάδα υπάρχει και μια γυναίκα η οποία δεν έχει ακόμη ταυτοποιηθεί), ενώ η έρευνα είναι στο τελικό στάδιο προκειμένου να βρεθούν τα ενοχοποιητικά στοιχεία και να σχηματιστεί δικογραφία.
Η ειδική ομάδα
Στα τέλη Ιανουαρίου, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης ζήτησε από τους επιτελείς της ΕΛ.ΑΣ. να ανοίξει και πάλι ο φάκελος της Marfin προκειμένου να εντοπιστούν ανεκμετάλλευτα στοιχεία για να εξιχνιαστεί το στοιχειωμένο έγκλημα της οδού Σταδίου. Το εγχείρημα είναι ιδιαίτερα δύσκολο δέκα χρόνια μετά την τέλεση του εγκλήματος, όμως, όπως λένε χαρακτηριστικά οι αξιωματικοί, υπάρχει πλήθος στοιχείων που, αν αξιοποιηθούν, θα λύσουν τον γρίφο. Αλλωστε η επίθεση με βόμβες μολότοφ έγινε μπροστά στα μάτια εκατοντάδων διαδηλωτών, με κάμερες και φωτογραφικούς φακούς να την έχουν αποτυπώσει. Η ειδική ομάδα απαρτίζεται από αξιωματικούς της Κρατικής Ασφάλειας, όμως δεν αποκλείεται στο παιχνίδι να μπουν και άλλες υπηρεσίες - αν κριθεί απαραίτητο.
Οι έρευνες της Αστυνομίας για τον εντοπισμό της ομάδας των κουκουλοφόρων που έσπειραν τον θάνατο σε αθώους εργαζόμενους κινούνται σε τρία επίπεδα. Σε πρώτη φάση έχουν μαζέψει και αναλύσει όλο το υλικό που έχουν καταγράψει οι κάμερες όχι μόνο της συγκεκριμένης τράπεζας αλλά και διπλανών καταστημάτων, ακόμα και αυτές τηε διαχείρισης κυκλοφορίας. Οι πληροφορίες λένε ότι η ομάδα των επτά, στην οποία συμμετείχε και μια νεαρή αδύνατη γυναίκα, με έναν άνδρα συντονιστή, ξεκίνησε από την Πατησίων σπάζοντας και καταστρέφοντας, όμως το γεγονός ότι φόραγαν κουκούλες, κράνη και γάντια στα χέρια δεν επιτρέπει στις Αρχές να έχουν συγκεκριμένα στοιχεία στη διάθεσή τους. Σε δεύτερο επίπεδο, επανεξετάζονται πληροφορίες και καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων που είδαν όλο το σκηνικό και είναι σε θέση να δώσουν λεπτομέρειες που θα οδηγήσουν στη λύση του μυστηρίου. Τέλος, προσπαθούν μέσω πηγών και επαναλειτουργίας δικτύου πληροφοριών στον χώρο των αντεξουσιαστών και της πλατείας Εξαρχείων να μαζέψουν στοιχεία για την ομάδα των κουκουλοφόρων που το μεσημέρι της 5ης Μαΐου 2010 ξεχύθηκαν στους δρόμους αποφασισμένοι να σπάσουν, να κάψουν και να σκοτώσουν αθώους ανθρώπους.
Η πορεία των διαδηλωτών ήταν σε εξέλιξη την ώρα που τα γραφεία της Marfin στη Σταδίου είχαν παραδοθεί στις φλόγες
Το εγχείρημα της ειδικής ομάδας της ΕΛ.ΑΣ. δείχνει αυτή την ώρα να κινείται στον σωστό δρόμο. Πρώτο μέλημα των αξιωματικών της Ασφάλειας είναι ο εντοπισμός μιας γυναίκας που ακούγεται να φωνάζει λυσσασμένα στους κουκουλοφόρους «κάψτε τους, κάψτε τους!», καθώς οι υπόλοιποι έχουν ταυτοποιηθεί. Παράλληλα, αναζητούν τα άτομα που αποτελούσαν τον δεύτερο κύκλο της ομάδας των επτά, καθώς φέρεται ότι οι συγκεκριμένοι ξεπήδησαν από ένα μπλοκ 23 ατόμων, αποτελώντας στην ουσία την αιχμή του δόρατος.
Το υλικό από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του υποκαταστήματος της Marfin έδειξε στους αναλυτές πώς ακριβώς έγιναν τα γεγονότα, προσφέροντας πολύτιμα στοιχεία στο κυνήγι των αδίστακτων δραστών. Συνολικά, στο διώροφο νεοκλασικό κτίριο της οδού Σταδίου υπήρχαν έξι κάμερες, οι οποίες όμως κατέγραφαν μόνο το εσωτερικό του καταστήματος αφού, σύμφωνα με την Εφορεία Αρχαιοτήτων, λόγω της αρχιτεκτονικής του κτιρίου δεν επιτρεπόταν η τοποθέτηση καμερών στο εξωτερικό. Παράλληλα, οι αστυνομικοί έψαξαν, είδαν και αποκωδικοποίησαν μεγάλο μέρος φωτογραφικού υλικού και βίντεο όχι μόνο έξω από τη Marfin και τον «Ιανό», αλλά έχουν καρέ-καρέ όλη τη «διαδρομή της φωτιάς» που ακολούθησαν οι δράστες. Φυσικά, όλο αυτό το πολύτιμο υλικό που δείχνει συγκεκριμένα πρόσωπα και ενέργειες αντιπαραβάλλεται με καταθέσεις μαρτύρων έτσι ώστε όχι μόνο να ταυτοποιηθούν, αλλά να δεθούν με αποδείξεις και να τυλιχτούν σε μια κόλλα χαρτί οι ένοχοι.
Πως χτύπησαν
Οι profilers της ειδικής ομάδας της Κρατικής Ασφάλειας, προκειμένου να ταυτοποιήσουν τους επτά αλλά και να συγκεντρώσουν στοιχεία για να δέσουν την υπόθεση, συνέθεσαν το προφίλ τους. Ετσι, είναι σε θέση να γνωρίζουν τόσο ποια ήταν η πορεία τους πριν από την 5η Μαΐου του 2010 και η μετέπειτα δράση τους όσο και -το κυριότερο- πού βρίσκονται σήμερα. Οπως προέκυψε, δέκα χρόνια μετά, τα άτομα αυτά εξακολουθούν να κινούνται στον «χώρο» και να επιδεικνύουν έντονη δραστηριότητα, έχοντας την πεποίθηση ότι τα χρόνια πέρασαν και έχουν πλέον ξεγλιστρήσει από την υπόθεση της Marfin. Εκτός από τη νεαρή κοπέλα που ακόμη δεν έχει ταυτοποιηθεί και εκτιμούν πως είναι μία από τις τρεις ύποπτες στις οποίες έχουν επικεντρωθεί, οι υπόλοιποι έξι είναι άνδρες, παλιοί γνώριμοι των Αρχών που έχουν περάσει πολλές φορές από τα γραφεία της Κρατικής Ασφάλειας και έχουν λάβει μέρος σε επεισόδια και πορείες. Δεν πρόκειται δηλαδή για «καθαρά» πρόσωπα, όπως αρχικά εκτιμούσαν οι Αρχές, αλλά για άτομα με χοντρό φάκελο που δεν τους ενδιέφερε ιδιαίτερα αν θα συλλαμβάνονταν για ακόμη μία φορά από την Ασφάλεια.
Εκείνη την ημέρα, δηλαδή το μεσημέρι της 5ης Μαΐου του 2010, όπως λένε οι αστυνομικοί, πήγαν στην πορεία για να κάψουν και να σπάσουν. Αποτελούσαν τον επιχειρησιακό βραχίονα της ομάδας των 23, οι οποίοι είχαν πιο πολύ ρόλο επικουρικό και κάλυψης στους συγκεκριμένους. Οι αναλυτές της ΕΛ.ΑΣ. καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν είχαν σχεδιάσει εξαρχής να επιτεθούν στο κατάστημα της οδού Σταδίου. Απλώς αυτό προέκυψε - και οι συνέπειες ήταν ολέθριες...
Ετσι, ξεκινώντας από την Πατησίων, πέρασαν από τα Χαυτεία και ανέβηκαν τη Σταδίου. Φτάνοντας στο βιβλιοπωλείο του «Ιανού» και στη Marfin και βλέποντας πως μέσα υπήρχε κόσμος, αποσύρονται, κάνουν μια μίνι σύσκεψη και αποφασίζουν να επιτεθούν. Και είναι ανελέητοι... Αφού σπάνε με μια βαριοπούλα τις προσόψεις και ενώ γνωρίζουν ότι μέσα υπάρχουν υπάλληλοι, δεν διστάζουν να πετάξουν ενισχυμένες βόμβες μολότοφ και να τους κάψουν ζωντανούς.
Στη συνέχεια, φεύγουν συντεταγμένα από τη Σταδίου, ανεβαίνουν προς το Σύνταγμα, όπου καίνε μια εφορία, για να καταλήξουν στη λεωφόρο Συγγρού, έξω από τα γραφεία της τότε Νομαρχίας και νυν Περιφέρειας. Αφού πετούν κι εκεί μολότοφ, επιχειρώντας να την κάψουν και αυτή, στη συνέχεια διαλύονται προς διαφορετικά σημεία και εξαφανίζονται επιστρέφοντας -πιθανότατα- στα Εξάρχεια. Οι αστυνομικοί της ειδικής ομάδας της Κρατικής Ασφάλειας που χειρίζονται την υπόθεση καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη ομάδα των επτά αντεξουσιαστών δεν είχε σχεδιάσει από την αρχή να επιτεθεί στη Marfin και στον «Ιανό». Ομως όταν άρχισε να ρίχνει τις μολότοφ, γνώριζε ότι μέσα ήταν εργαζόμενοι και δεν πτοήθηκε, αλλά συνέχισε να ρίχνει, αδιαφορώντας αν οι άνθρωποι αυτοί διέτρεχαν θανάσιμο κίνδυνο.
Στη μνημη των νεκρών της Marfin, μετά και το δημόσιο προσκλητήριο του Κυριάκου Μητσοτάκη προς τους πολιτικούς αρχηγούς, το περασμένο Σάββατο, έγινε η τελετή των αποκαλυπτηρίων ειδικής πλακέτας στο κτίριο της Σταδίου, παρουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας Αικατερίνης Σακελλαροπούλου. Στην πρόσκληση του πρωθυπουργού απάντησαν θετικά το ΚΙΝ.ΑΛ. και Ελληνική Λύση, ενώ κατάθεση στεφάνου κατά μόνας έκαναν ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ.
Οι κουκουλοφόροι τους έκαψαν σε 13''
Η ιστορία ενός εγκλήματος χωρίς τιμωρία - Το σχέδιο των δραστών που με το πρόσχημα της αντιμνημονιακής διαμαρτυρίας έστησαν σκηνικό θανάτου - Οι στιγμές της φρίκης και η μάταιη προσπάθεια των υπαλλήλων να σωθούν την ώρα που οι αντεξουσιαστές ούρλιαζαν: «Να καείτε!»
- Τι κατέθεσαν οι επιζώντες και γιατί η πρώτη απόπειρα απονομής δικαιοσύνης έπεσε στο κενό
Το «έγκλημα της Marfin» στοιχειώνει το πολιτικό σύστημα, αποτελεί τη μαύρη τρύπα των αρχών ασφαλείας και σιγοτρώει σαν σαράκι τις ζωές των θυμάτων που σώθηκαν και των οικογενειών που θρηνούν τους δικούς τους ανθρώπους. Δέκα χρόνια μετά το χτύπημα που στιγμάτισε τη μνημονιακή Ελλάδα, με τρεις νεκρούς και 21 τραυματίες, παραμένει «αγνώστων δραστών».
Οι φυσικοί αυτουργοί δεν εντοπίστηκαν -οι δύο που κατηγορήθηκαν αθωώθηκαν-, όλα παραμένουν ίδια, σαν να μην πέρασε μια μέρα, και το μόνο που άλλαξε δραματικά είναι οι ζωές των τραυματιών του φλεγόμενου κτιρίου της οδού Σταδίου που μεταμορφώθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη σε Κόλαση του Δάντη. Οι περισσότεροι έκλεισαν για πάντα την πόρτα πίσω τους χωρίς να θέλουν να μιλούν για την τραγωδία και τις συνέπειές της. Αλλαξαν ζωές, επαγγέλματα, κάποιοι άλλαξαν και τόπο κατοικίας και κανένας τους δεν θέλει να ξανακούσει για την πονεμένη αυτή ιστορία. Ακόμη και το πολύκροτο θέμα των αποζημιώσεων που κλήθηκε να καταβάλει η τράπεζα στα θύματα δεν έχει ξεκαθαρίσει, αφού η απόφαση του Εφετείου να δοθούν αποζημιώσεις από 25.000 έως 350.000 ευρώ κρίθηκε από τον Αρειο Πάγο -πριν από έναν χρόνο- υπερβολική και αναιρέθηκε.
Τελικά, τι συνέβη εκείνο το ανοιξιάτικο μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας; Πώς μια πορεία απεργών για το πρώτο μνημόνιο κατέληξε σε ανείπωτη τραγωδία; Το απίστευτο είναι ότι όλα έγιναν μπροστά στα μάτια εκατοντάδων πολιτών, καταγράφηκαν από κάμερες και φωτογράφους και μοιάζει τουλάχιστον παράλογο πώς το έγκλημα παραμένει ακόμη ανεξιχνίαστο. Πλέον, όμως, είναι επιτακτική ανάγκη να λυθεί το μυστήριο. Ποιοι ήταν οι κουκουλοφόροι που πέταξαν τις μολότοφ και έκαψαν ζωντανούς ανθρώπους, ποια τα κίνητρά τους και γιατί δεν έγινε σωστή έρευνα προκειμένου να εντοπιστούν οι υπεύθυνοι και να οδηγηθούν στη Δικαιοσύνη;
Η μοιραία μέρα
Ηταν μεσημέρι της 5ης Μαΐου του 2010. Η Αθήνα είχε κατακλυστεί από χιλιάδες διαδηλωτές κατά του πρώτου μνημονίου και η χώρα είχε παραλύσει από τη μεγάλη γενική απεργία. Στην πρωτεύουσα δεν λειτουργούσε τίποτα και όλα κυλούσαν σε ρυθμούς διαδήλωσης. Τα πρώτα στοιχεία για την ανείπωτη τραγωδία στο υποκατάστημα της Marfin στην οδό Σταδίου ήρθαν από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, αφού τα ελληνικά συμμετείχαν στην απεργία. Τρεις άνθρωποι, υπάλληλοι της τράπεζας, κάηκαν ζωντανοί όταν ομάδα κουκουλοφόρων (σύμφωνα με το βούλευμα με το οποίο παραπέμφθηκαν σε δίκη οι δύο βασικοί κατηγορούμενοι) πέταξε μολότοφ με προφανή στόχο. Πρόκειται για την Αγγελική Παπαθανασοπούλου, 32 ετών (έγκυος στο πρώτο της παιδί), την Παρασκευή Ζούλια, 35 ετών, και τον Επαμεινώνδα Τσακάλη, 36 ετών.
Η επίθεση ήταν συντονισμένη και κράτησε μόλις 13 δευτερόλεπτα. Σύμφωνα με την Αστυνομία, ήταν 8 λεπτά μετά τις 14.00 και η μεγάλη πορεία χιλιάδων πολιτών στο κέντρο της Αθήνας βρισκόταν σε εξέλιξη. Εκείνη την ώρα μπροστά από την τράπεζα περνούσε το μπλοκ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όταν ξαφνικά μια μικρή ομάδα κουκουλοφόρων βγήκε μέσα από την πορεία, πλησίασε το κτίριο της τράπεζας και οι μολότοφ άρχισαν να πέφτουν βροχή. Οι επτά υπάλληλοι, τρομοκρατημένοι, προσπαθούσαν να πάρουν αναπνοή και να βρουν τη δύναμη να σωθούν, όμως τρεις από αυτούς βρήκαν τελικά τραγικό θάνατο. Το υλικό από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης που διέθετε το υποκατάστημα της Marfin κατέγραψε ό,τι συνέβη στο εσωτερικό στα κρίσιμα λεπτά. Ενα ντοκουμέντο που αποδεικνύει ότι την ώρα της επίθεσης βρίσκονταν τουλάχιστον τρεις υπάλληλοι στο ισόγειο, τους οποίους οι κουκουλοφόροι έβλεπαν, αλλά παρ’ όλα αυτά τους επιτέθηκαν με καταιγισμό μολότοφ για να τους κάψουν ζωντανούς. Μια γυναίκα, όπως φαίνεται καθαρά από τη μια κάμερα, αρπάζει έναν πυροσβεστήρα στην προσπάθειά της να σβήσει τις φλόγες, όμως δεν τα καταφέρνει... Η πυρκαγιά παίρνει γιγαντιαίες διαστάσεις και οι πυκνοί μαύροι καπνοί πνίγουν το κτίριο. Το πιο συγκλονιστικό είναι το πλάνο που δείχνει έντρομο έναν υπάλληλο πίσω από το γκισέ την ώρα της επίθεσης να κοιτάζει τους κουκουλοφόρους να σπάνε και να καίνε χωρίς ουσιαστικά να μπορεί να αντιδράσει ή να τους αποτρέψει να κάνουν το κακό Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της δικογραφίας, στις 14.07’.50’’ οι κουκουλοφόροι αρχίζουν να σπάνε με βαριοπούλες την τζαμαρία του καταστήματος. Εκείνη την ώρα στο ισόγειο υπήρχαν τρεις υπάλληλοι, ανάμεσά τους και ο άτυχος διευθυντής, οι οποίοι παρακολουθούσαν ανήμποροι το σκηνικό του τρόμου. Οι δράστες τούς βλέπουν. Αντί όμως να σταματήσουν, βγάζουν τις μολότοφ που κρύβουν στα σακίδιά τους, ανάβουν τα στουπιά και τις εκτοξεύουν στο εσωτερικό. Σύμφωνα με το επίσημο υλικό, η πρώτη μολότοφ σκάει στο εσωτερικό της τράπεζας στις 14.08’.00’’. Οι επιθέσεις με τις μολότοφ εκδηλώθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα στο βιβλιοπωλείο «Ιανός» και την τράπεζα. Κανείς δεν ξέρει γιατί οι δράστες επέλεξαν αυτούς τους δύο στόχους, από τη στιγμή μάλιστα που μέσα υπήρχαν πολλοί εργαζόμενοι. Οι επτά υπάλληλοι που είχαν παγιδευτεί στη Marfin προσπαθούσαν να σωθούν από το μπαλκόνι. Από τις μετέπειτα αφηγήσεις και μαρτυρίες κατά τη διεξαγωγή της δίκης, ήρθαν στο φως τραγικές και συγκλονιστικές πτυχές από το δράμα των ανθρώπων που εγκλωβίστηκαν στην τράπεζα. Σε τηλεφωνικές επικοινωνίες με οικείους τους ανέφεραν ότι πνίγονταν από τον καπνό, ενώ η μοναδική έξοδος ήταν κλειστή. Υπάλληλοι που διασώθηκαν αφηγήθηκαν τις στιγμές πανικού και ότι ο μοναδικός τρόπος διαφυγής ήταν να πηδήξουν από το μπαλκόνι κι ενώ οι κουκουλοφόροι απέξω ούρλιαζαν: «Να καείτε!». Ωστόσο, δέκα χρόνια μετά παραμένουν ασύλληπτοι
Τα δικαστήρια
Η Αστυνομία τότε πραγματοποίησε μεγάλη έρευνα. Οι φωτογραφίες, τα βίντεο και οι μαρτυρίες είχαν ως αποτέλεσμα να σχηματιστεί μια ογκώδης δικογραφία και να καθίσουν στο εδώλιο με βαρύτατες κατηγορίες δύο άτομα. Η δίκη ξεκίνησε πριν από πέντε χρόνια μετά από αναβολές και κράτησε πολλούς μήνες. Από την αίθουσα του δικαστηρίου πέρασαν δεκάδες μάρτυρες, ανάμεσά τους και όσοι επέζησαν από την επίθεση. Συγκλονιστική ήταν η κατάθεση που έδωσε ο υπάλληλος της Marfin Δημήτρης Παπατζής. Ο μάρτυρας περιέγραψε στο δικαστήριο όλο το σκηνικό: «Μας είχαν στο στόχαστρο, φωνάζανε. Είδα ότι έχει σπάσει το τζάμι του ισογείου και ότι κάποια άτομα έριχναν εύφλεκτο υλικό. Πήρα πυροσβεστήρα, αλλά δεν τα κατάφερα. Ετσι, ανεβήκαμε πάνω, στον δεύτερο όροφο. Η φωτιά άρχισε σιγά-σιγά να ανεβαίνει. Ημουν εγκλωβισμένος στο μπαλκόνι, δεν ήξερα αν πρέπει να πηδήξω ή να καώ. Πετούσαν πέτρες. Τα άτομα αυτά παρεισέφρησαν στην πορεία. Τους βλέπαμε να σπάνε τον “Ιανό”. Δεν ήταν οι διαδηλωτές που ήρθαν να διαδηλώσουν για το μνημόνιο. Είχαν μπει μέσα στην πορεία. Είχαν καλύψει τα πρόσωπά τους. Γύρω στις 14.00 ακούσαμε το σπάσιμο της τζαμαρίας. Εν τέλει πήδηξα από το μπαλκόνι. Οσο ήμουν στο μπαλκόνι δεν είδα κάποια κίνηση αλληλεγγύης προς εμάς. Υπήρχε μόνο ένας άνθρωπος που φώναζε: “Μέσα καίγονται, ρε παιδιά”». H κυρία Παναγιώτα Βασιλάκου, επίσης υπάλληλος της τράπεζας, κατέθεσε ότι είδε κάποιον που «φορούσε χακί και κρατούσε κάτι σαν μπουκάλα καταδύσεων που μπροστά είχε πράσινο λάστιχο ποτίσματος». Η υπάλληλος ανέφερε ότι είχε «την αίσθηση πως ο άνθρωπος αυτός πετούσε κάτι στη φωτιά που φούντωνε».
Οπως είπε, «ήταν γεροδεμένος με έντονη τριχοφυΐα στα χέρια», ενώ «το πλήθος ήταν άγριο, πετούσε πέτρες, παρόλο που φωνάζαμε ότι καιγόμαστε». Το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας τελικά αθώωσε τους δύο κατηγορουμένους, αφού κανείς από τους μάρτυρες δεν τους αναγνώρισε, ενώ και οι ίδιοι αρνήθηκαν όλες τις κατηγορίες. Λίγα χρόνια πριν, το 2013, καταδικάστηκαν σε πρώτο βαθμό τρεις υπάλληλοι της τράπεζας γιατί, όπως έλεγε η απόφαση, «μπορούσαν να αποτρέψουν το αποτέλεσμα, αλλά δεν έλαβαν κανένα κανένα μέτρο πυροπροστασίας και δεν εκκένωσαν το κτίριο».
Οι αποζημιώσεις
Με πρωτοβουλία του πρωθυπουργού, δέκα χρόνια μετά την τραγωδία, το Δημόσιο παραιτείται από τα ένδικα μέσα και ανοίγει ο δρόμος για να αποζημιωθούν οι οικογένειες. Αυτό σημαίνει ότι οι συγγενείς των θυμάτων θα μπορούν να εισπράξουν το ποσό της αποζημίωσης που επιδικάστηκε από το Εφετείο και ανέρχεται σε 2,24 εκατ. ευρώ, καθώς η δικαστική διαδικασία θα λήξει εδώ. Τα θύματα και οι συγγενείς είχαν δικαιωθεί από το Μονοµελές Εφετείο της Αθήνας, το οποίο µε την υπ’ αριθμόν 5115/2015 απόφασή του υποχρέωνε την τράπεζα να καταβάλει αποζημίωση για βλάβη που υπέστησαν στο κτίριο της οδού Σταδίου, μια απόφαση η οποία ουσιαστικά έδινε το πράσινο φως για την καταβολή αποζημιώσεων ύψους 25.000-350.000 ευρώ που διεκδικούσαν τα θύματα. Ωστόσο, σε αντιστρόφως ανάλογο μήκος κύματος είχε κινηθεί ο Αρειος Πάγος μπλοκάροντας ουσιαστικά την απόφαση, καθώς απεφάνθη ότι «υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας κατά τον προσδιορισµό του ποσού, το οποίο είναι εύλογο στη συγκεκριμένη περίπτωση ως χρηµατική ικανοποίηση, τόσο για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης ενός εκάστου εκ των εναγόντων µελών της οικογένειας της θανούσας σε εργατικό ατύχηµα Αγγελικής Παπαθανασοπούλου όσο και για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ενός εκάστου των λοιπών εναγόντων». Μάλιστα, αν και στο σκεπτικό των δικαστών του Αρείου Πάγου έγινε αναφορά σε τραγικές και απρόβλεπτες συνθήκες θανάτου και τραυµατισµού, αλλά και σε παράλογη τροµοκρατική ενέργεια χωρίς καµία αφορµή, οι παραπάνω συνθήκες, όπως υπογραμμίζουν, «δεν κρίνονται περισσότερο έντονες σε σχέση µε εκείνες υπό τις οποίες επέρχεται ο θάνατος ή ο τραυµατισµός άλλων προσώπων σε ατυχήµατα που συµβαίνουν στην καθηµερινή πραγµατικότητα, µε τρόπο εξίσου αιφνίδιο και αποτρόπαιο», ενώ σε ό,τι αφορά την τρομοκρατική ενέργεια «προκαλεί αγανάκτηση στον µέσο κοινωνικό άνθρωπο µια τυφλή και παράλογη τροµοκρατική ενέργεια που πλήττει σε ώρα εργασίας απλούς εργαζοµένους, οι οποίοι δεν έχουν δώσει ουδεµία αφορµή στους δράστες της ενέργειας (πλην, ενδεχοµένως, του ότι εργάζονταν σε ηµέρα γενικής απεργίας), δεν µπορεί να δικαιολογήσει την εις ύψος εκτίναξη του ποσού της χρηµατικής ικανοποίησης, την οποία καλείται να πληρώσει ο εργοδότης ή οι προστηθέντες και όχι οι άγνωστοι τροµοκράτες. Και τούτο ακόµη περισσότερο στην περίπτωση κατά την οποία η αµέλεια, που αποδίδεται στον εργοδότη ή στους προστηθέντες από αυτόν, µόνο κατά ένα µικρό µέρος συνδέεται µε το αποτέλεσµα, διότι την υπερακοντίζει ο δόλος της τροµοκρατικής ενέργειας».
Οπως είχε αναφέρει σε συνεντεύξεις του ο πατέρας της άτυχης Αγγελικής, Χάρης Παπαθανασοπούλος: «Η απόφαση του πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου προηγήθηκε της εκδόσεως των αποφάσεων του ποινικού τμήματος. Από την απόφαση του ποινικού τμήματος είμαστε ικανοποιημένοι γιατί ανέτρεψε το σκεπτικό της απόφασης του πολιτικού τμήματος. Ο,τι συνέβη σε εμάς είναι ένα τραγικό γεγονός του καθημερινού βίου; Είναι μια αιτιολόγηση απαράδεκτη, ανεπίτρεπτη, λανθασμένη για οποιοδήποτε τραγικό συμβάν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στέλνει συλλυπητήριο τηλεγράφημα, και θα έρθει να μας πει ο πρόεδρος του πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου ότι ήταν ένα συνηθισμένο τραγικό γεγονός του καθημερινού βίου; Οι τρομοκράτες, οι διαδηλωτές σπάσανε τη γυάλινη προθήκη του καταστήματος και πέταξαν μέσα βόμβες μολότοφ με πετρέλαιο και έγινε ό,τι έγινε. Οι προθήκες της πρόσοψης είχαν σπάσει κατ’ επανάληψη από τους τρομοκράτες. Η τράπεζα αδιαφόρησε. Δεν έλαβε κανένα μέτρο προστασίας».
anatakti
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου